- κοκκινοβολώ
- (ε), κοκκινοβολάω αμετ. краснеть, алеть, багрянеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοκκινοβολώ — και κοκκινοβολάω κοκκινοβολισμένος, είμαι κατακόκκινος: Κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινοβολώ — και άω είμαι κατακόκκινος («κοκκινοβολάει ο κάμπος από τις παπαρούνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακτινο βολώ, μοσχο βολώ] … Dictionary of Greek